- πλατυρραμφής
- -ές και πλατύρραμφος, -η, -ο, Ν(για πτηνά) αυτός που έχει πλατύ ράμφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ-* + ράμφος. Ο τ. πλατύρραμφος μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλατύ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, ὁλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πλατύς με σημ. «φαρδύς, ευρύς, παχύς, πληθωρικός, μεγάλος, άνετος». Στο επίθ. πλατύς ανάγονται και ορισμένοι ξεν. επιστημονικοί όροι που… … Dictionary of Greek